-
1 пёстрый
-
2 пестрить
пестр||и́тьнесов ποικίλω, εἶμαι ποικιλόχρωμος, παρδαλος:у меня \пестритьи́т в глазах βλέπω "θαμπά. -
3 разноцветный
разноцветныйприл πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος/ παρδαλός (пестрый). -
4 многоцветный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός.2. βλ. многокрасочный, з βλ. многоцветковый. -
5 цветистый
επ., βρ: -тист, -а, -о.1. ανθισμένος, λουλουδισμένος• ανθηρός, ανθάτος,αν-θώδης, ανθοβριθής.2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός.3. (γι•α λόγο, ύφος κλπ.)• χρωματισμένος, διανθισμένος. || πομπώδης, στομφώδης. -
6 разноцветный
разноцветный ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος* παρδαλός (пёстрый)* * *ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος; παρδαλός ( пёстрый) -
7 пестрый
пестр||ыйприл1. παρδαλος, ποικιλό-χρους, ποικιλόχρωμος:\пестрыйые краски τά παρδαλά χρώματα, τά ζωηρά χρώματα· \пестрыйая вышивка τό πλούμισμα· \пестрыйая одежда τά φανταχτερά φορέματα·2. (разнородный) ποικίλος, παρδαλος, ἀνομοιόμορφος, ἀνακατωμένος:\пестрыйая толпа κάθε καρυδιάς καρύδι. -
8 пестреть
пестр||етьнесов εἶμαι ποικιλόχρωμος, εἶμαι παρδαλός:луг \пестретьел цветами τό λειβάδι ήταν παρδαλό ἀπ' τά λουλούδια. -
9 разноцветный
επ.ποικιλόχρωμος, ποικιλο-βαφής, παρδαλός.
См. также в других словарях:
παρδαλός — ή, ό 1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης 2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος 3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές 4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος 5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή γυναίκα ελευθέριων ηθών.… … Dictionary of Greek
παρδαλός — ή, ό 1. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος: Παρδαλά ρούχα. 2. ασαφής, μπερδεμένος, σκοτεινός: Μου τα είπε κάπως παρδαλά. 3. το θηλ. ως ουσ., παρδαλή γυναίκα άσεμνη: Στα μεγάλα λιμάνια βρίσκεις πολλές παρδαλές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποικιλόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ποικίλα χρώματα, αλλ. πολύχρωμος, παρδαλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθεσίχρως — ἀνθεσίχρως, ο, η (Α) ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός … Dictionary of Greek
ετερόχρωμος — η, ο (Μ ἑτερόχρωμος, ον) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
κατάστικτος — η, ο (AM κατάστικτος, ον) [καταστίζω] 1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός 3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος αρχ. 1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από… … Dictionary of Greek
μικτόχρους — μικτόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα, ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικτός + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ποικιλό χρους] … Dictionary of Greek
στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… … Dictionary of Greek
ετερόχρους — ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, ουν) αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος αρχ. αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + χρους (< χρως), πρβλ. μελανό… … Dictionary of Greek